- ειρηνιστής
- pacifiste
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ειρηνιστής — ο 1. οπαδός τού ειρηνισμού 2. αυτός που διακηρύσσει ότι είναι αντίθετος προς τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. pacifiste)] … Dictionary of Greek
ειρηνιστής — ο ο οπαδός του ειρηνισμού (βλ. λ.), ειρηνόφιλος, πασιφιστής, πασιφίστας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασιφιστής — ο, θηλ. πασιφίστρια ο οπαδός τού πασιφισμού, ο ειρηνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pacifiste < ρ. pacifier (βλ. λ. πασιφισμός)] … Dictionary of Greek
Άρνολντσον, Κλας Πόντους — (Klas Pontus Arnoldson,1844 – 1916). Σουηδός ειρηνιστής και πολιτικός. Ίδρυσε την Εταιρεία των Φίλων της Ειρήνης και ηγήθηκε κίνησης για την κατοχύρωση της ειρήνης σε παγκόσμια κλίμακα. Για τη δραστηριότητά του αυτή τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ… … Dictionary of Greek
Μελάγχθων — (Μπρέτεν, Κάτω Παλατινάτο 1497 – Βίτενμπεργκ 1560). Εξελληνισμένο όνομα του Γερμανού ουμανιστή και οπαδού της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης Φίλιπ Σβαρτσερτ (Philipp Schwarzert). Ήταν μικρανιψιός του Ρόιχλιν και σπούδασε στη Χαϊδελβέργη και στο… … Dictionary of Greek
Πασί, Φρειδερίκος — (Passy, 1822 – 1912). Γάλλος οικονομολόγος και ειρηνιστής. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης για την Ειρήνη (1867) και της Εταιρείας για τη διαιτησία μεταξύ των εθνών (1870). Την περίοδο 1881 89 εξελέγη βουλευτής και, μαζί με τον… … Dictionary of Greek
Φριντ, Άλφρεντ — (Fried, Βιέννη 1864 – 1921). Αυστριακός ειρηνιστής. Το 1887 ίδρυσε στο Βερολίνο έναν εκδοτικό οίκο, με σκοπό να εκδίδει περιοδικά και βιβλία με ειρηνικό περιεχόμενο. Το 1911 δημοσίευσε εγχειρίδιο του ειρηνευτικού κινήματος με τον τίτλο Εγχειρίδιο … Dictionary of Greek
ειρηνόφιλος — η, ο ο φίλος της ειρήνης, αυτός που εργάζεται για την ειρήνευση και ενάντια στον πόλεμο, ο φιλειρηνικός, ο ειρηνιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλειρηνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αγαπάει την ειρήνη, ο φίλος της ειρήνης, ο ειρηνόφιλος, ο ειρηνιστής. 2. αυτός που αναφέρεται στην εξασφάλιση της ειρήνης: Φιλειρηνική πολιτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)